- διέπλευσα
- διαπλέωsail throughaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπλέω — διαπλέω, διέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπλέω — διάπλευσα και διέπλευσα, διασχίζω κάτι, πλέοντας, από τη μια άκρη ως την άλλη: Διαπλεύσαμε την απόσταση για το νησί σε μια ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)